- διρρυμος
- δίρρυμοςδί-ρρῡμος2с двойным дышлом
(τέλη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέλη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δίρρυμος — δίρρυμος, ον (Α) (για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»] … Dictionary of Greek
διρρυμία — διρρυμία, η (Α) [δίρρυμος] 1. το να είναι κάτι δίρρυμο 2. διπλός ρυμός … Dictionary of Greek
δίρρυμα — δίρρῡμα , δίρρυμος with two poles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)